αθέματος

αθέματος
-η, -ο [θέμα] Γλωσσ.
χαρακτηρισμός ορισμένης κατηγορίας κλίσεως τών ονομάτων και τών ρημάτων τών ινδοευρωπαϊκών* κυρίως γλωσσών. Ως αθέματα χαρακτηρίστηκαν εκείνα, τών οποίων ο σχηματισμός επιτυγχάνεται με απευθείας σύναψη θέματος και κατάληξης χωρίς τη μεσολάβηση θεματικού φωνήεντος: ποδ-ός, μην-ών, πατρ-ί, -ίστη-μι, δίδω-σι, τίθεμεν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δίεμαι — (Α) 1. φεύγω γρήγορα 2. φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρ. συγγενές προς το διώκω*. Εξαιρουμένου τού τ. δίε «φοβήθηκα», θεματ. αόρ. που συνδέεται μάλλον με τα δέδοικα, δείδω*, από μορφολογικής απόψεως δύο μόνο είναι οι μαρτυρούμενοι… …   Dictionary of Greek

  • τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ …   Dictionary of Greek

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • ανύω — ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α) 1. εκτελώ, φέρνω σ ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ ἔργον», Όμηρος «οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος) 2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει 3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» αφού σ… …   Dictionary of Greek

  • βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… …   Dictionary of Greek

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • δειδίσκομαι — (Α) 1. απλώνω το χέρι για να υποδεχτώ κάποιον, χαιρετίζω («δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρί») 2. επιδεικνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δειδίσκομαι πιθ. < *δη δε[κ] σκ, αναλογικά προς τα ρήματα σε ισκω, απαντά στην Οδύσσεια με τους τ. δειδισκόμενος, δειδίσκετο… …   Dictionary of Greek

  • διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …   Dictionary of Greek

  • διάκτορος — διάκτορος, ον (Α) 1. (επίθ. τού Ερμή) αγγελιαφόρος ή ψυχοπομπός 2. διάκονος, υπηρέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που στον Όμηρο αποδίδεται στον Ερμή (πρβλ. διάκτορος Αργεϊφόντης), ενώ στους μεταγενέστερους ποιητές χαρακτηρίζει την Ίριδα και την Αθηνά. Ως… …   Dictionary of Greek

  • θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”